- ποικιλότητα
- η / ποικιλότης, -ητος, ΝΑ [ποικίλος]η ιδιότητα τού ποικίλου, η ύπαρξη πολλών εναλλακτικών, διαφορετικών μορφών, ποικιλία, πολυμορφίανεοελλ.βιολ. η ύπαρξη παραλλαγών στον πληθυσμό ενός είδους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Greeklish — Mit dem Kofferwort Greeklish (griechisch auch Griklis Γκρίκλις, aus engl. Greek ‚griechisch‘ und English ‚englisch‘) wird die lateinschriftliche Transkription bzw. Transliteration des Griechischen in der Internet und Handy Kommunikation… … Deutsch Wikipedia
Греклиш — (англ. Greeklish, слияние слов Greek и English), также Grenglish и Латиноэллиника (греч. Λατινοελληνικά) жаргонный, сетевой вариант греческого языка, заключающийся в записи слов греческого языка буквами латинского афлавита. Используется… … Википедия
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ανθρωπολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο, τον πρώτο ερευνητή που ασχολήθηκε με την ανθρωπολογική σύνθεση των αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. O Ιωάννης Κούμαρης, διευθυντής του μουσείου από το 1915 έως το 1950 και πρώτος καθηγητής της… … Dictionary of Greek